μετακινούμενος

μετακινούμενος
μετακινέω
shift
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)
μετακῑνούμενος , μετακινέω
shift
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αείσειστος — η, ο και ος, ο ο διαρκώς σειόμενος, μετακινούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + σείω η λ. πλάστηκε από τον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • ορνεώδης — ὀρνεώδης, ῶδες (Α) [όρνεον] μτφ. άστατος, μετακινούμενος σαν πουλί …   Dictionary of Greek

  • πλασιέ — ο, η, Ν άκλ. εμπορικός αντιπρόσωπος που διαθέτει, με προμήθεια, εμπορικά ή βιομηχανικά προϊόντα σε εμπόρους ή και απλούς ιδιώτες, συνήθως μετά από επίδειξη, μετακινούμενος στους αντίστοιχους χώρους («πλασιέ βιβλίων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. placier… …   Dictionary of Greek

  • Κλάιστ, Χάινριχ Βίλεμ φον- — (Heinrich Wilhelm von Kleist, Φρανκφούρτη 1777 – Βάνζεε, Πότσνταμ 1811). Γερμανός δραματουργός. Αξιωματικός από οικογενειακή παράδοση, ο Κ. έλαβε μέρος στην εκστρατεία του Ρήνου (1793 94) και κατόπιν παραιτήθηκε από τον στρατό για να αφιερωθεί σε …   Dictionary of Greek

  • Κορό, Ζαν-Μπατίστ Καμίγ — (Jean Baptiste CamilleCorot, Παρίσι 1796 – 1875). Γάλλος ζωγράφος. Μαθήτευσε για διάστημα τριών ετών στο εργαστήριο του Ζαν Βικτόρ Μπερτέν, ενώ παράλληλα ζωγράφιζε στα περίχωρα του Παρισιού, στο δάσος του Φοντενεμπλό και στη Νορμανδία. Το 1825… …   Dictionary of Greek

  • Πύρρος, Διονύσιος — (Καστανιά, Θεσσαλία 1777 – Αθήνα 1853). Ιατροφιλόσοφος, δάσκαλος και συγγραφέας. Φιλομαθής και αποδημητική φύση, σπούδαζε και δίδασκε μετακινούμενος συνεχώς από τόπο σε τόπο, σχεδόν μέχρι τα σαράντα του χρόνια: καλόγερος αρχικά στα Μετέωρα,… …   Dictionary of Greek

  • Σουρής, Γεώργιος — Έλληνας σατιρικός ποιητής (Ερμούπολη Σύρου 1853 Φάληρο 1919). Στα χρόνια των γυμνασιακών σπουδών του έζησε στην Αθήνα. Ο πατέρας του φιλοδόξησε να τον κάνει παπά, αυτός όμως προτίμησε, για ν’ αποφύγει το ιερατικό στάδιο, να ταξιδέψει μακριά.… …   Dictionary of Greek

  • Τρότσκι, Λεβ Νταβίντοβιτς — (Γιάνοβκα, Χερσών 1879 – Πόλη του Μεξικού 1940). Ρώσος πολιτικός, ένας από τους κορυφαίους πρωταγωνιστές της μπολσεβικικής επανάστασης του 1917. Το πραγματικό του όνομα ήταν Λέιμπα Μπρονστάιν. Γεννήθηκε από εβραϊκή οικογένεια, μεσαίας κοινωνικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”